
Η ενδομητρίωση είναι μια καλοήθης νόσος οιστρογονο-εξαρτώμενη η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία έκτοπου ιστού του ενδομητρίου. Η ενδομητρίωση είναι μία συχνή γυναικολογική πάθηση η οποία εμφανίζεται στο 10-15% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Τα κύτταρα του ενδομητρίου (εσωτερική επένδυση της μήτρας) «μεταναστεύουν» εξωτερικά της μήτρας, στα γειτονικά όργανα, και συνεχίζουν να ακολουθούν τις ορμονικές αλλαγές του ενδομητρίου κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού καταμήνιου κύκλου. Μπορεί να εντοπίζεται στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες, στο έντερο ή στην ουροδόχο κύστη και πιο σπάνια στον κόλπο ή στον τράχηλο, ερεθίζοντας τα όργανα και προκαλώντας χρόνιο πυελικό πόνο.
Η παθογένεια της ενδομητρίωσης είναι ακόμη άγνωστη αλλά υπάρχουν ορισμένες κυρίαρχες θεωρίες που υποστηρίζουν το λόγο εμφάνισης της. Η παλινδρόμηση της εμμήνου ρύσεως δια μέσου των σαλπίγγων, οι διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος με αποτέλεσμα να μην αντιδρά ο οργανισμός στους διάσπαρτους ιστούς της ενδομητρίωσης, η διαφοροποίηση κυττάρων του περιτονέου σε κύτταρα του ενδομητρίου αποτελούν κάποιες από αυτές. Πρόσφατες έρευνες ενοχοποιούν τα βλαστοκύτταρα ( stem cells) και τη γενετική καταβολή. Ήδη γνωρίζουμε ότι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό ενδομητρίωσης έχουν 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης ποικίλουν αλλά μπορεί και να μην εμφανίζονται. Τα κύρια συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι:
Η ενδομητρίωση εμφανίζεται στο 25-50% των υπογόνιμων γυναικών και σε ποσοστό 30-50% των γυναικών με ενδομητρίωση εμφανίζουν υπογονιμότητα.
Η πιθανότητες υπογονιμότητας σε κάθε γυναίκα με ενδομητρίωση σχετίζονται άμεσα με την βαρύτητα της ενδομητρίωσης. Οι κύριοι μηχανισμοί που επηρεάζουν τη γονιμότητα είναι η φλεγμονή από τον έκτοπο ενδομητριωσικό ιστό στα διάφορα όργανα της πυέλου και η δημιουργία ανώμαλου συνδετικού ιστού (συμφύσεις). Οι συμφύσεις και η φλεγμονώδης αντίδραση που προκαλούν οι εστίες ενδομητρίωσης, διαταράσσουν την ανατομία της πυέλου με τη συγκόλληση γειτονικών οργάνων παρακωλύοντας μηχανικά την απελευθέρωση του ωαρίου κατά την ωορρηξία, επηρεάζουν την κινητικότητα του σπέρματος, προκαλούν ανώμαλες συσπάσεις της μήτρας καθώς επίσης επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμοποίηση και τη μεταφορά του εμβρύου στην κοιλότητα της μήτρας για την εμφύτευση.
Στην ενδομητρίωση μπορεί να εμφανιστούν διαταραχές στην ποιότητα των παραγόμενων ωαρίων και την φυσιολογία της ωορρηξίας. Αυτό οφείλεται στην παρουσία φλεγμονωδών κυττάρων στο ελεύθερο περιτοναϊκό υγρό ή στην παρουσία ενδομητριωμάτων, τα οποία είναι κύστες οι οποίες προκύπτουν από την παρουσία ενδομητριωσικών κυττάρων μέσα στην ωοθήκη.
Η ποιότητα και η λειτουργικότητα του σπέρματος επηρεάζεται από φλεγμονώδεις και τοξικές επιδράσεις του περιτοναϊκού υγρού και την αυξημένη έκφραση μακροφάγων ως ανοσολογική ανταπόκριση του οργανισμού στην υπάρχουσα φλεγμονή. Τα ίδια τοξικά φαινόμενα φαίνεται ότι επηρεάζουν και την εμφύτευση του εμβρύου.
Η μεταφορά των γαμετών (σπέρμα και ωάριο) μέσω των σαλπίγγων επηρεάζεται από την παραγωγή κυτοκινών λόγω της φλεγμονής καθώς και από τη δημιουργία ουλώδη ιστού ο οποίος διαταράσσει την κινητικότητα και την ομαλή λειτουργία των σαλπίγγων. Οι ανώμαλες συσπάσεις του μυομητρίου οι οποίες εμφανίζονται στην περίπτωση της ενδομητρίωσης, διαταράσσουν επίσης τη μεταφορά των γαμετών και την εμφύτευση του εμβρύου.
Πολλά γονίδια και μικρομοριακές ουσίες, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη δεκτικότητα του ενδομητρίου δεν εκφράζονται φυσιολογικά σε γυναίκες με ενδομητρίωση. Ωστόσο ο μηχανισμός με τον οποίο αλλάζει η έκφραση αυτών των γονιδίων δεν είναι πλήρως κατανοητός. Για παράδειγμα, η αρωματάση, το ένζυμο το οποίο μετατρέπει την ανδροστενεδιόνη και την τεστοστερόνη σε οιστρόνη και οιστραδιόλη ( οιστρογόνα), εντοπίζεται στο ενδομήτριο γυναικών με ενδομητρίωση ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες απουσιάζει με αποτέλεσμα την αύξηση παραγωγής οιστρογόνων. Η αυξημένη παραγωγή οιστρογόνων στο ενδομήτριο μπορεί να επηρεάσει τόσο την ανάπτυξη όσο και τη δεκτικότητά του κατά την εμφύτευση του εμβρύου.
Στην αποτυχία εμφύτευσης του εμβρύου σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει και η αντίσταση στην προγεστερόνη καθώς και η διαταραχή των υποδοχέων της στο ενδομήτριο των γυναικών με ενδομητρίωση. Η προγεστερόνη παράγεται κατά τη 2η φάση (ωχρινική) του καταμήνιου κύκλου προωθώντας την ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων και ενισχύοντας αλλαγές που προετοιμάζουν το ενδομήτριο για την εμφύτευση του εμβρύου. Φαίνεται ότι οι υποδοχείς της προγεστερόνης σε γυναίκες με ενδομητρίωση δεν καταστέλλονται εγκαίρως πριν την εμφύτευση όπως πρέπει να συμβαίνει ενώ παράλληλα το ενδομήτριο φαίνεται να αντιστέκεται στην προγεστερόνη δημιουργώντας ένα περιβάλλον υπεροιστρογοναιμίας το οποίο δρα αρνητικά στη διαδικασία της εμφύτευσης.
Η επιλογή θεραπείας στην περίπτωση ενδομητρίωσης που συνδυάζεται με υπογονιμότητα είναι εξατομικευμένη επιλογή η οποία βασίζεται στις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.
Η απόφαση λαμβάνεται με την αξιολόγηση πολλών παραγόντων και κυρίως έχοντας λάβει υπόψη τη διαφύλαξη της πυελικής ανατομίας, τη διατήρηση της αποθήκης των ωοθηκών, το σπερμοδιάγραμμα του συντρόφου, την παρουσία ενδομητριωμάτων και τη διάρκεια της υπογονιμότητας. Επιπρόσθετα, εξαρτάται από το ιστορικό και την ηλικία της γυναίκας, τη συμπτωματολογία και το βαθμό ενδομητρίωσης. Μπορεί να είναι συντηρητική παρακολούθηση ή λαπαροσκοπική αφαίρεση των εστιών ενδομητρίωσης ή και η χρήση της εξωσωματικής γονιμοποίησης -in vitro fertilisation (IVF)- προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κύηση. Η υποψία ήπιας και μετρίου βαθμού ενδομητρίωσης με ασυμπτωματική εκδήλωση φαίνεται να μην απαιτεί τη χειρουργική επέμβαση, ιδίως σε γυναίκες κάτω των 35 ετών και μάλιστα στην πλειονότητά τους οι γυναίκες αυτές συλλαμβάνουν χωρίς εξωσωματική γονιμοποίηση. Μάλιστα, πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι το αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες οι οποίες αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά δεν διαφέρει από εκείνες που υποβλήθηκαν σε αφαίρεση των εστιών ενδομητρίωσης πριν προχωρήσουν σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Στην περίπτωση σοβαρής ενδομητρίωσης και υπογονιμότητας με επίμονο πυελικό άλγος που δεν ανταποκρίνεται στη χρήση αναλγητικών, η χειρουργική εκρίζωση των εστιών ενδομητρίωσης και η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι τις περισσότερες φορές αναπόφευκτες επιλογές για τον ειδικό γυναικολόγο και την υπογόνιμο ζευγάρι.