
Ο υποθυρεοειδισμός αναφέρεται στην μη επαρκή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα με αποτέλεσμα να παράγει μη ικανοποιητικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών. Η πιο διαδεδομένη νόσος υποθυρεοειδισμού , αυτοάνοσης προέλευσης, είναι η νόσος Hashimoto η οποία είναι αρκετά διαδεδομένη στον γυναικείο πληθυσμό. Η παρουσία αυτοάνοσων αντισωμάτων με ή χωρίς υποθυρεοειδισμό, μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα.
Ο τρόπος λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη γονιμότητα, την ικανότητα σύλληψης και την εγκυμοσύνη.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει διαταραχές περιόδου, να επιδράσει στην ωοθηλακιορρηξία και την ποιότητα των ωαρίων, να επηρεάσει την εμφύτευση του εμβρύου καθώς και να αυξήσει των κίνδυνο αποβολών και πρόωρου τοκετού.
Συγκεκριμένα, στις γυναίκες με υποθυρεοειδισμό εμφανίζεται διαταραχή των επιπέδων της προγεστερόνης στο δεύτερο μισό του καταμήνιου κύκλου (μετά την ωοθυλακιορρηξία). Αυτή η ορμονική διαταραχή ( luteal disruption) επηρεάζει την ποιότητα του ενδομητρίου κατά την εμφύτευση του εμβρύου και μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή επιμήκυνσης ή βράχυνσης του εμμηνορυσιακού κύκλου ή της εμμήνου ρύσεως, σαν ολιγομηνόρροια ή μηνορραγία.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες επιδρούν στους όρχεις με διάφορους τρόπους επηρεάζοντας διαφορετικούς τύπους κυττάρων (Leydig, Sertoli, germ cells). H μειωμένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να οδηγήσει σε ανωμαλίες του σπέρματος όπως η μειωμένη προωθητική κινητικότητα, διαταραχές στη διάρκεια προσπέλασης της επιδιδυμίδας και την εκκριτική δραστηριότητα αυτής καθώς και στον όγκο εκσπερμάτωσης. Η πιο συνηθισμένη διαταραχή του σπέρματος στην περίπτωση του υποθυρεοειδισμού είναι η τερατοζωοοσπερμία. Αυτό σημαίνει ότι ο δείκτης μορφολογίας του σπέρματος είναι μειωμένος σε σχέση με το φυσιολογικό και μάλιστα συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με τα επίπεδα της Τ4, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα φυσιολογικής γονιμοποίησης του ωαρίου αφού επηρεάζει τη δυνατότητα του σπέρματος να εισέλθει στο ωάριο (ακροσωμιακή αντίδραση).
Στην υποψία υποθυρεοειδισμού μπορεί να οδηγήσουν συμπτώματα όπως:
Η διάγνωση γίνεται με απλή εξέταση αίματος και περιλαμβάνει μετρήσεις για όλες τις ορμόνες του θυρεοειδούς TSH, T4, T3, rT3 και τα επίπεδα των θυρεοειδικών αντισωμάτων. Για τη βέλτιστη γονιμότητα, τα επίπεδα της TSH θα πρέπει να είναι μεταξύ 1 και 2.5 mIU/L.
Ωστόσο πολλές γυναίκες παραμένουν χωρίς διάγνωση και κυρίως αυτές με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, ο οποίος δεν αποτελεί βιολογική διαταραχή αλλά κλινικό φαινόμενο με ήπια αύξηση της TSH χωρίς κάποια άλλη διαταραχή ή σύμπτωμα.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι περισσότερες γυναίκες με πρωτοπαθή υπογονιμότητα δε γνωρίζουν ότι μπορεί να έχουν υποκλινικό υποθυρεοειδισμό και μετά τη διάγνωση του πολλοί από τους ειδικούς στην ανθρώπινη αναπαραγωγή διστάζουν να χορηγήσουν κάποια αγωγή.
Η θεραπεία με λεβοθυροξίνη επαναφέρει τη φυσιολογική ισορροπία, εξισορροπεί τις ορμόνες, βοηθά στην ομαλοποίηση του κύκλου και αυξάνει την αυτόματη σύλληψη. Πιο συγκεκριμένα, αντικαθιστά την ορμόνη θυροξίνης (Τ4), σε περίπτωση που το σώμα δεν την παράγει επαρκώς.
Η συμπληρωματική χορήγηση ή η ενίσχυση της διατροφής με σελήνιο και βιταμίνη D μπορούν να βοηθήσουν επίσης στην καλύτερη λειτουργία του θυρεοειδικού αδένα.