Ως υπογονιμότητα θεωρούμε την μη επίτευξη κύησης μετά από 18 μήνες ενεργού και συχνής προσπάθειας του ζευγαριού στη γόνιμη φάση του εμμηνορρυσιακού κύκλου.
Μετά τον έλεγχο υπογονιμότητας του ζευγαριού συνήθως εμφανίζεται κάποια από τις παρακάτω αιτίες:
Ωστόσο υπάρχει ένα ποσοστό 30% των ζευγαριών που προσέρχονται στον ειδικό γυναικολόγο για εκτίμηση της γονιμότητας με «ανεξήγητη υπογονιμότητα», δηλαδή δεν ανευρίσκεται κάποιος εμφανής παθολογικός παράγοντας. Η αρχική εκτίμηση του ειδικού γυναικολόγου αφορά τυπικά την επιβεβαίωση τριών βασικών παραμέτρων απαραίτητων στα πλαίσια της φυσικής σύλληψης. Περιλαμβάνει την επιβεβαιωμένη διάγνωση μίας τουλάχιστον βατής σάλπιγγας, την φυσική και ρυθμική ωορρηξία της γυναίκας και τις φυσιολογικές παραμέτρους του σπέρματος όσον αφορά την κινητικότητα και την ανευρισκόμενη ποσότητά του.
Για τη διαχείριση της ανεξήγητης υπογονιμότητας το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει την τροποποίηση του τρόπου ζωής με αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ, καπνού και προκατασκευασμένων γευμάτων. Ενθαρρύνεται το ζευγάρι να προσαρμοστεί σε έναν πιο υγιή τρόπο ζωής, με διατροφή χαμηλού υπογλυκαιμικού δείκτη και καθημερινή άσκηση.
Στη συνέχεια προτείνονται πρωτόκολλα θεραπειών με σκοπό την αύξηση του αριθμού των ώριμων ωαρίων που απελευθερώνονται κάθε μήνα και τον συγχρονισμό της ενδομήτριας έγχυσης του σπέρματος με τη στιγμή της ωορρηξίας.
Από την Αμερικάνικη Εταιρεία Υπογονιμότητας (ASRM) προτείνεται ότι η χορήγηση από του στόματος φαρμάκων όπως η κιτρική κλομιφένη και οι αναστολείς αρωματάσης μπορεί να οδηγήσουν στην επιλογή κυρίαρχων ωοθυλακίων τα οποία θα ωριμάσουν και θα απελευθερωθούν με τη βοήθεια εξωγενούς χοριακής γοναδοτροπίνης χωρίς τον κίνδυνο υπερδιέγερσης των ωοθηκών και με τα καλύτερα ποσοστά κυήσεων μεταξύ των υπαρχουσών παρόμοιων θεραπειών.
Η χορήγηση ενέσιμων γοναδοτροπινών σε χαμηλές δόσεις μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με τα παραπάνω φάρμακα είναι επίσης μία ακόμη επιλογή θεραπείας χωρίς ωστόσο να αυξάνει τα ποσοστά κυήσεων σε σχέση με τα μη ενέσιμα πρωτόκολλα.
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση ή η συγχρονισμένη επαφή του ζευγαριού οποία ακολουθεί την ωορρηξία συνήθως δεν επαναλαμβάνεται για περισσότερο από τέσσερις κύκλους αφού η εξωσωματική γονιμοποίηση παραμένει η πιο ενδεδειγμένη επιλογή. Η ενδομήτρια σπερματέγχυση αποτελεί μία μη επεμβατική μέθοδος η οποία γίνεται καλά ανεχτή από τη γυναίκα αλλά κλινικά δεν μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για παράγοντες υπογονιμότητας σε μικρομοριακό επίπεδο.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση λειτουργεί και ως μία διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία μπορεί να εντοπιστούν οι αιτίες υπογονιμότητας. Κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση μπορούμε να ελέγξουμε:
Η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί θεραπευτική μέθοδο με τα καλύτερα ποσοστά επιτυχίας στην περίπτωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας αλλά κυρίως αποτελεί διαγνωστικό εργαλείο, αφού παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τους γαμέτες σε μικρομοριακό επίπεδο.